Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΣΤΗ ΛΕΡΟ

Note: If you wish to read Vassilis’ story in English, please visit http://lerostrue.wordpress.com/vassili/ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Φέτος στη Λέρο, είχα την τύχη να γνωρίσω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, τον Maurizio, ο οποίος επέστρεψε στη Λέρο μετά από σχεδόν 20 χρόνια. Στο τέλος της δεκαετίας του 1980, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει μία ριζική μεταμόρφωση στο ελληνικό ψυχιατρικό σύστημα. Προσωπικό Ιταλών εμπειρογνώμων εργάστηκε για την αλλαγή αυτή και στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο της Λέρου. Το προσωπικό αυτό συντονίστηκε από το Κέντρο Ερευνών και Σπουδών Ψυχικής Υγείας της Περιφέρειας Φρίουλι-Βενέτσια Τζούλια (Συνεργαζόμενο Κέντρο με τον Π.Ο.Υ.).  Ο Maurizio Constantino ήταν υπεύθυνος για την ιταλική αποστολή στη Λέρο μεταξύ 1993-1994. Το κείμενο που ακολουθεί έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και έχει δημοσιευθεί στον αγγλικό και τον ιταλικό τύπο. Οι φωτογραφίες του Alex Majoli του MAGNUM χρησιμοποιούνται με την άδειά του (περισσότερες πληροφορίες εδώ). Οι υπόλοιπες φωτογραφίες (κυρίως δηλαδή οι έγχρωμες) είναι τραβηγμένες από τον ίδιο το Maurizio, και η τελευταία φωτογραφία (του 2013) από εμένα.

 

ΛΕΡΟΣ, ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΠΑΡΑΛΙΑ

MAURIZIO COSTANTINO Τμήμα Ψυχικής Υγείας Τεργέστης

Αύγουστος 1993

Τον Αύγουστο του 1993, επισκέφτηκα για πρώτη φορά τον θάλαμο Β1 της ενδέκατης πτέρυγας του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου της Λέρου. Αποτελούταν από τέσσερα τεράστια δωμάτια, το καθένα από αυτά με 20 κλίνες. Δεν υπήρχαν σεντόνια, ούτε μαξιλάρια, παρά μόνο βρώμικα στρώματα από καουτσούκ με παλιά, φθαρμένα καλύμματα –για όλο τον χρόνο, χειμώνα καλοκαίρι. Μία μεγάλη τραπεζαρία, με τραπέζια και καρέκλες που στήνονταν μόνο σε καθορισμένες ώρες. Μία ιματιοθήκη, με καθημερινά ρούχα για 56 ανθρώπους. Δύο ντους –το ένα από αυτά άχρηστο. Μία κουζίνα όπου, ουσιαστικά ποτέ δε μαγειρευόταν τίποτα, αλλά όπου μοιράζονταν τα γεύματα στους τροφίμους από τις κεντρικές κουζίνες.

1

Για όλους –και για μία περίοδο 20 ή και 30 χρόνων- το πέρασμα του χρόνου έχει σηματοδοτηθεί από την ώρα του φαγητού, τη διανομή τσιγάρων, το εβδομαδιαίο ντους. 

Διατροφή: ένα πιάτο φαί στη μέση του τραπεζιού για τέσσερις ή πέντε ανθρώπους, ένα ή δύο πλαστικά ποτήρια, επίσης ανά τέσσερις ή πέντε ανθρώπους, για λιγότερο πλύσιμο πιάτων. Τα γεύματα διαρκούν πέντε λεπτά με το ρολόι. Το φαγητό είναι πενιχρό και φτωχό.

Πλύσιμο: δέκα άνθρωποι την ημέρα, πέντε το πρωί και πέντε το απόγευμα, ο καθένας περιμένοντας τη σειρά του, γυμνός στο διάδρομο, μπροστά από την είσοδο του θαλάμου. Ακόμα και αυτοί που μπορούν να πλυθούν μόνοι τους, πλένονται από το προσωπικό. Η όλη διαδικασία διαρκεί το πολύ 20 λεπτά ανά ομάδα.

Τα τσιγάρα μοιράζονται μετά από τα γεύματα, και κάθε τρόφιμος μπορεί να πάρει ένα, δύο, τρία ή και κανένα τσιγάρο, ανάλογα με τα κέφια του διανομέα. 

Για κάποιους, υπάρχει εργασία. Ένας τρόφιμος οργανώνει τη διανομή του φαγητού, και καθαρίζει με σχολαστική φροντίδα τα ντους και τις τουαλέτες για δώδεκα ώρες την ημέρα. Σε αντάλλαγμα, του παρέχεται η δυνατότητα  να χαρίσει ή να παρακρατήσει για τον εαυτό του ένα κομμάτι ψωμί, και να εξασφαλίσει ένα μέρος της ιματιοθήκης για τα προσωπικά του ρούχα εργασίας. Άλλοι τρόφιμοι καθαρίζουν την τραπεζαρία, στρώνουν τα κρεβάτια (ότι λίγο υπάρχει να στρώσουν), βγάζουν έξω τα σκουπίδια ή μεταφέρουν τα άπλυτα ρούχα στο κεντρικό πλυσταριό.

Για όσους επιθυμούν να πάνε έξω, ακόμη και για σύντομο χρονικό διάστημα, αν έχουν το κουράγιο, υπάρχει ελεύθερος χρόνος δύο ωρών κάθε πρωί στο προαύλιο του κτιρίου, όπου βρίσκεται ο χώρος παρέλασης. 

Το προαύλιο ήταν κάποτε το κέντρο της ναυτικής βάσης, η οποία για 50 χρόνια, από την αρχή του αιώνα, είχε στεγάσει πάνω από 3000 Ιταλούς στρατιώτες· στρατώνες, οπλοστάσια, υπόστεγα για υδροπλάνα, υποβρύχια και κανόνια, βίλες αξιωματικών και χώρους γραφείων. Όλα αυτά, άνηκαν στο παρελθόν· τώρα, ήταν το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο της Λέρου.

Το προαύλιο, η τεράστια αυτή έκταση γης, γεμάτη κοκκινόχωμα, φαγωμένη από τους ανέμους του χειμώνα και τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, έχει υπάρξει το θέατρο της μοναξιάς για εκατοντάδες τροφίμους.

Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, άλλοι ντυμένοι ανεπαρκώς και άλλοι γυμνοί, άλλοι πεσμένοι μπρούμυτα και άλλοι καθισμένοι ανακούρκουδα στο έδαφος, άλλοι περπατούν πέρα-δώθε σιωπηλά. Φευγαλέα βλέμματα. Ξαφνικές εκρήξεις κίνησης χωρίς προφανή αιτία. Κάποιος κλαίει. Κάποιος άλλος ουρλιάζει.

Για κάποιες ώρες της ημέρας, κανείς δε σου λέει τι να κάνεις. Παραδόξως, η ελευθερία αυτή απλά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι δεν υπάρχει τίποτα να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι.

2

Οι νοσοκόμοι του ψυχιατρείου: 400 νοσοκόμοι για 400 τροφίμους: ούτε ένας τους δεν είναι νοσοκόμος. Είναι φύλακες, φρουροί. Αγρότες ή ψαράδες, οι οποίοι, δουλεύοντας για το κράτος, έχουν βρει μία απάντηση στην οικονομική εξαθλίωση του νησιού. Δεν τους έχει πει, και δεν τους έχει δείξει ποτέ κανείς, ότι ένα νοσοκομείο μπορεί να είναι και ένα μέρος φροντίδας, επανένταξης. 

Παρακολουθώ τους φύλακες, και μιλάω μαζί τους. Βλέπω πρόσωπα αρχαία, χέρια που έχουν δουλέψει τη γη, ανθρώπους που γνωρίζουν τι πάει να πει σκληρή δουλειά. Εκφράζουν έντονα συναισθήματα, παίρνουν ευχαρίστηση από το να μοιράζονται την ομορφιά του τόπου τους, ωστόσο φοβούνται να χάσουν τους βιοτικούς πόρους που τους παρέχει το νοσοκομείο.

Είναι και αυτοί εγκαταλειμμένοι στις ίδιες πτέρυγες με τους τροφίμους. Είχαν αντισταθεί και αυτοί, μέχρι που υπέκυψαν στην κατάσταση, ακολουθώντας το δίκαιο του ισχυρότερου, και κρύβοντας τη συμπόνοια τους για τους ασθενείς. Ο σαδισμός και η εκμετάλλευση ήταν ο κανόνας. Η συμπόνοια και η προστασία, η εξαίρεση.

Προς το τέλος της πρώτης μου επίσκεψης, με πλησίασε ένας άντρας και μου έδωσε, προσεκτικά, ένα παράξενο αντικείμενο. Ήταν μία πλεξούδα τύπου «σκουμπιντού», φτιαγμένη από παλιά υλικά.

Θυμάμαι, σε αυτόν τον διάδρομο, ένα βαρέλι πόσιμο νερό με μία μόνο κούπα για 56 ανθρώπους, την τηλεόραση να ακούγεται από ψηλά, τους θορύβους από τις αλουμινένιες κατσαρόλες, τις φωνές. Θυμάμαι το βλέμμα του ηλικιωμένου αυτού άντρα, τα ασημένια του μαλλιά, και το ευλύγιστο, καλοσχηματισμένο σώμα του.

Θυμάμαι και την αμηχανία μου, αλλά και την ανακούφιση και την αίσθηση της ευγνωμοσύνης για την ανθρώπινη αυτή μορφή που, χωρίς να ζητά τίποτα σε αντάλλαγμα, ήθελε απλώς την επιβεβαίωση της ύπαρξής της, μέσα σε όλη αυτή την απόγνωση.

Νοέμβριος 1993

Όταν, μήνες αργότερα, κατέστη επιτέλους δυνατόν να ξεκινήσει μία πρωτοβουλία, η πρόταση ήταν πολύ απλή: Να βγουν έξω από το ψυχιατρείο οι ασθενείς.

Έτσι, κάθε μέρα, έξι η επτά άνθρωποι έβγαιναν σε εξόδους εκτός νοσοκομείου, συνοδευόμενοι από μέλη του προσωπικού.

Αυτό σήμαινε, ότι ξαφνικά διεκόπη η φυσιολογική ρουτίνα του θαλάμου. Ξαφνικά, χρειάζονταν περισσότερα ρούχα και περισσότερα χρήματα, ή ένα ζεστό ντους εκτός προγράμματος.

Κάθε έξοδος σήμαινε και ένα νέο τρόπο να γνωρίσουμε τον ασθενή. Η διαδικασία ήταν σημαντική για τον ασθενή, αλλά και για εμάς, ώστε να αξιολογήσουμε την αίσθηση πραγματικότητας του κάθε ατόμου. Αυτή συμπεριλάμβανε τη σχέση του με τον έξω κόσμο, με τα πράγματα γύρω του, τη φύση, και όλα όσα μπορούσαμε να συγκρίνουμε μεταξύ μας.

Έντεκα η ώρα, ενός θαυμάσιου πρωινού τον Ιανουάριο του 1994

Ο Βασίλης (ο άντρας που μου είχε δώσει το δώρο μερικούς μήνες πριν), η Σοφία, μία νεαρή εργαζόμενη από το πρόγραμμα αποκατάστασης, η Μαρία, μία καθαρίστρια από το θάλαμο, και εγώ, βγήκαμε έξω όλοι μαζί. Ο Βασίλης φορούσε σακάκι και γραβάτα, όλα λίγο τσαλακωμένα και κάποια νούμερα μικρότερα από ότι θα έπρεπε.

Παρ’ όλα αυτά, η εμφανής υπερηφάνεια του Βασίλη σε σχέση με την εμφάνισή του, παρά τα χρόνια που είχε ζήσει μέσα στην πείνα, το κρύο και τον φόβο, μας έκανε σχεδόν να ντραπούμε.

Αναρωτηθήκαμε που να πάμε. Αποφασίσαμε να επισκεφτούμε το εστιατόριο δίπλα στη θάλασσα.

Καθόμαστε όλοι σε ένα τραπέζι και παραγγέλνουμε μία ποικιλία από διάφορα πιάτα. Στο μεταξύ ο Βασίλης, σαφώς αδιαφορώντας για την ασυνήθιστη αυτή αφθονία, μουρμουρίζει με τα χέρια του στο στόμα, σαν κάποιος παραμυθάς.

«Λέρος, Λειψοί, Αθήνα, Βόλος, Χαλκίδα, Κύμη», «ΛΕΡΟΣ, ΛΕΙΨΟΙ, ΑΘΗΝΑ, ΒΟΛΟΣ, ΧΑΛΚΙΔΑ, ΚΥΜΗ» και μετά: «ΟΜΟΝΟΙΑ…………», και μια σειρά από άλλες λέξεις τις οποίες δεν κατάλαβα.

Το τραπέζι γεμίζει σιγά-σιγά με πιάτα. Καλαμαράκια, τζατζίκι, ομελέτα, τόνος και μεζέδες. Επιτέλους, ο Βασίλης ζητάει έναν φρέσκο χυμό πορτοκαλιού.

Τι ήταν αυτή η λίστα που μουρμούριζε; Τι μέρη ήταν αυτά;

Αντιπροσωπεύουν τους «σταθμούς» ενός ταξιδιού που ξεκίνησε, ένας θεός ξέρει πόσα χρόνια πριν, στο χωρίο του κοντά στην Κύμη της Εύβοιας.

Ο Βασίλης μουρμουρίζει κάτι, λέγοντας ότι ήταν εργάτης στο Βόλο και στην Αθήνα… και στη συνέχεια: «Θέλω να πάω πίσω στο χωριό μου.»

Ξεκάθαρα, αναμφισβήτητα, και με λόγια γεμάτα νόημα.

Η Σοφία, η Μαρία κι εγώ, δίνουμε προσοχή, συνομιλούμε για ώρα με το Βασίλη. Ωστόσο, υπάρχει η αίσθηση, ότι η προηγούμενη αυτή «ψαλμωδία» των τόπων, η οποία θεωρήθηκε εκείνη την ημέρα σαν παραλήρημα, όχι μόνο είχε πραγματικό παρελθόν, αλλά –και πιο σημαντικά- είχε και πιθανό μέλλον.

Ξεστόμιζε τραγουδιστά τη λέξη «ΟΜΟΝΟΙΑ» και άλλες λέξεις τις οποίες δε μπορούσα να καταλάβω, με σταθερό ρυθμό.

«Η ΟΜΟΝΟΙΑ, που είναι στρογγυλή, που είναι στο κέντρο της Αθήνας.»

Πριν πόσα χρόνια; Περισσότερα από 20, ίσως και 30.

Μετά, μας έλεγε μία λίστα από μπαρ και καταστήματα, όλα κοντά στην πλατεία Ομονοίας.

Ομόνοια, η καρδιά της Αθήνας πριν από τριάντα χρόνια!

Μιλάει τραγουδιστά, για εμπόρους στην αγορά, καταστηματάρχες, πόρνες, ναύτες, νταβατζήδες, μουσικούς, ανθρώπους από την Ανατολή και τη Δύση, ανθρώπους από όλο τον κόσμο, λες και βρισκόταν εκεί, ανάμεσά τους.

«Θέλω να πάω στο χωριό μου», «Θέλω να πάω στην Αθήνα». «Ναι Βασίλη»

Στη συνέχεια, ο Βασίλης σηκώθηκε και άρχιζε να φωνάζει δυνατά. Το εστιατόριο ήταν σχεδόν άδειο. Δεν καταλάβαινα λέξη από τα όσα έλεγε. Ούτε κατάλαβα τι ακριβώς του είπε ο Δημήτρης, ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Αλλά, ήταν σίγουρα κάτι που απευθυνόταν στον Βασίλη σαν κανονικό άνθρωπο. Μία συζήτηση που συντελέστηκε από δύο-τρεις κουβέντες από τον καθένα τους, καταλήγοντας και με τις δύο πλευρές, να είναι σαφώς ικανοποιημένες.

Εκείνο το πρωί, αρκετοί άνθρωποι είχαν ακούσει τον Βασίλη, τον είχαν καταλάβει, του είχαν μιλήσει, και τον είχαν αντιμετωπίσει σαν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο με παρελθόν, με προσωπικότητα και, ίσως, με μέλλον.

Επιστρέψαμε στο νοσοκομείο και αναφέραμε τα συμβάντα του πρωινού στην καθημερινή συνάντηση του προσωπικού. Προτάθηκε πράγματι, να οργανώσουμε ένα «ταξίδι στο παρελθόν» με τον Βασίλη. Μιλήσαμε για αυτόν λεπτομερώς, ανατρέχοντας σε περιστατικά του παρελθόντος, και εξετάζοντας διάφορες ανησυχίες. Ήταν άραγε ένα τέτοιο ταξίδι πρακτικό; Ποιοι ήταν οι κίνδυνοι; Ποιο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα;

Ορισμένοι διερωτήθηκαν το κατά πόσο η επιστροφή του Βασίλη σε μία οικογένεια που τον είχε εγκαταλείψει πριν από τριάντα χρόνια, θα έκρυβε τον κίνδυνο να επιστρέψει ο Βασίλης στη Λέρο με κατάθλιψη.

Η κοινή λογική επικράτησε. Συμφωνήσαμε να μάθουμε εάν το προσωπικό στο σύνολό του -ιδιαίτερα τρία ή τέσσερα μέλη του προσωπικού- ήταν διατεθειμένο να οργανώσει και να αναλάβει την ευθύνη για το ταξίδι, ή μάλλον, αν είναι διατεθειμένο να συμμετάσχει και να μοιραστεί την εμπειρία του Βασίλη έξω από τους τοίχους του ψυχιατρείου…

Είμαι σίγουρος ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη συνάντηση. Αυτοί που ήταν παρόντες, άνηκαν σε δύο στρατόπεδα: από τη μία πλευρά ήταν οι φύλακες με 15, 20 ή και 30 χρόνια προϋπηρεσίας και, από την άλλη πλευρά, οι νέοι οι οποίοι εργάζονταν σαν μέρος του προγράμματος που χρηματοδοτούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι παλιότεροι δε μπορούσαν παρά να είναι δύσπιστοι –ποιο το νόημα να αλλάξεις μία ζωή, την οποία είχες κάνει τόση προσπάθεια να προσαρμόσεις εξαρχής; Αν και ήταν φανερό ότι αρκετοί από αυτούς, είχαν οι ίδιοι μάλλον προσαρμοστεί υπερβολικά καλά στο status quo.

Στο παρελθόν, οι παλιότεροι ήταν υπεύθυνοι για μέχρι και 100 τροφίμους ανά βάρδια: εκατό ξένους, των οποίων η απέλαση στη Λέρο τους είχε αφαιρέσει οποιοδήποτε είδος ταυτότητας ή παρελθόντος.

Συνειδητοποίησα ότι, δεν ήταν μόνο οι τρόφιμοι που συμμετείχαν στον αγώνα για επιβίωση, αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Το μόνο πράγμα που είχε σημασία για όλους εκεί, ήταν η επιβίωση. 

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, καταλήξαμε σε μία συμφωνία μεταξύ των δύο ομάδων· κανείς δεν είπε στους φύλακες ότι κάνουν λάθος τη δουλειά τους, απλά τους λέγαμε τι παραπάνω θα μπορούσαν να κάνουν. Η επιστροφή ενός τροφίμου στο σπίτι του, το να βρει ίσως κάποια ταφόπλακα, το να έρθει αντιμέτωπος με τον πόνο του παιδικού του σπιτικού, ακόμα και το να βρει κάποιο σύντροφο από το σχολείο, όλα αυτά θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν στον αγώνα για επιβίωση. Οι φύλακες δεν είχαν χάσει ακόμα την αγάπη τους για τα σπίτια τους, για τους τάφους των δικών τους, για τα ερείπια των παιδικών τους σπιτιών και για τους φίλους τους.

Τελικά αποφασίστηκε ότι υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα για να προχωρήσουμε. Το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν ορισμένοι εθελοντές.

3

4

Φεβρουάριος 1994

«Σήμερα είναι η εικοστή δεύτερη μέρα, του δευτέρου μήνα, του χίλια εννιακόσια ενενήντα τέσσερα: είκοσι δύο συν δύο, είκοσι τέσσερα, συν ένα μας κάνει είκοσι πέντε, συν εννιά είναι τριάντα τέσσερα, συν εννιά σαράντα τρία, συν τέσσερα είναι σαράντα επτά, μείον ένα μας κάνει σαράντα έξι. Δια του δύο μας κάνει είκοσι τρία. Αύριο είναι η εικοστή τρίτη του μήνα. Θα βγούμε επιτέλους έξω;»

Ο ευλογημένος (ταλαίπωρος;) Βασίλης, έπαιζε με τους αριθμούς, όπως συνήθιζε να κάνει για 23 χρόνια. Ενώ όλοι υπέθεταν ότι τα λεγόμενά του, τα τραγούδια του και τα παιχνίδια με τους αριθμούς ήταν απλά ένα ξέφρενο παραλήρημα, πιθανότατα για αυτόν να ήταν η μόνη διέξοδος. 

5

Πραγματοποιήθηκε συνάντηση, στην οποία εστιάσαμε στα κλινικά αρχεία του Βασίλη: οι γονείς του νεκροί, ένας αδελφός και μία αδελφή στο πατρικό του χωριό, δύο άλλοι αδερφοί οι οποίοι αγνοούνταν, καμία επαφή με κανέναν εκτός νοσοκομείου, για 23 ολόκληρα χρόνια από τον εγκλεισμό του στη Λέρο. Δύο διαφορετικές ημερομηνίες γέννησης –με επτά χρόνια διαφορά μεταξύ τους- μία πρώτη νοσηλεία στην Αθήνα το 1965… αλλά, το σημαντικότερο ήταν η συζήτηση που ακολούθησε με τη συμμετοχή όλων: εντυπώσεις, αναμνήσεις. Στη συνέχεια, το πρόβλημα το οποίο έθεσαν διάφοροι άνθρωποι ήταν το εξής: ο Βασίλης θα ήταν ένας από τους πρώτους πέντε-έξι τροφίμους, που θα έφευγαν από το θάλαμο για να μείνουν μόνοι τους, ημιανεξάρτητα σε ένα διαμέρισμα. Ο Βασίλης ωστόσο, δεν έδειχνε να ανταποκρίνεται, ούτε θετικά ούτε αρνητικά, σε αυτή την προοπτική. Το μόνο που τον απασχολούσε σταθερά, ήταν η επιθυμία του να ταξιδέψει πίσω στο χωριό του, και αυτό ήταν που μας υπενθύμιζε διαρκώς. 

6

Ο Βασίλης βρέθηκε στο κέντρο της προσοχής όλων. Ή μάλλον, κατά τη γνώμη μου, έκανε τον εαυτό του το κέντρο της προσοχής. Από μέρους του, δεν υπήρξε κάποιο είδος υποκρισίας, δεν έπαιζε πια κάποιον άλλο ρόλο: είχε ήδη γίνει μία από τις ισχυρές προσωπικότητες του θαλάμου· κάποιος που απαιτούσε ένα επίπεδο σεβασμού. Αυτό ίσχυε επίσης, εξαιτίας της αδάμαστης άρνησής του να «εξημερωθεί»: Παραδείγματος χάρη, για 20 χρόνια, ήταν αδύνατο να σταματήσεις το Βασίλη από το να τεμαχίσει τα σεντόνια του για να φτιάξει τα ζωηρά, μικρά του αντικείμενα. Κατασκεύαζε και ζώνες, και άλλα κομμάτια τα οποία αντικαθιστούσαν, με τρόπο κομψό, τα κουμπιά του πουκαμίσου του που τόσο συχνά έλειπαν.

Ωστόσο, ο Βασίλης γνώριζε καλά το πώς να επωφεληθεί από το νέο αυτό κλίμα, το οποίο διαμορφωνόταν στον θάλαμο με τρόπο παράδοξο, και εστιαζόταν σε αυτόν. Πράγματι, φαινόταν να πιστεύει ότι τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.

Όταν άλλαζε τα ρούχα του, εν αναμονή μίας εξόδου, πρόσεχε καλά να μην τον παρακολουθεί κανείς, αλλά παράλληλα άφηνε να εννοηθεί ότι γνωρίζει ότι τον παρακολουθούν. Άδειαζε τις τσέπες του από αμέτρητα προσωπικά αντικείμενα –έβαζε ένα παλιό μπλε, ριγέ κουστούμι- και στη συνέχεια ήταν έτοιμος για έξοδο.

Από την πρώτη κιόλας έξοδό του, η επίσκεψή του στον μπαρμπέρη είχε καθιερωθεί ως απαραίτητη. Του άρεσε πολύ να τον φροντίζει κάποιος άλλος –να ανταλλάσσει μία-δύο κουβέντες, να αισθάνεται καθαρός- και μετά να πηγαίνει στην κεντρική πλατεία του χωριού, στο καφενείο.

Εκεί, παρακολουθούσε τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω του, προσπαθώντας ίσως να αναγνωρίσει ποια πράγματα έχουν αλλάξει και ποια έχουν μείνει τα ίδια.

Στο καφενείο, δε ζητούσε ποτέ τίποτα, και δεχόταν μονάχα έναν καφέ ή μία πορτοκαλάδα μετά από πολλή προσπάθεια να τον πείσουμε. Ο τρόπος με τον οποίο το έκανε αυτό, μας έκανε να πιστεύουμε ότι η μινιμαλιστική του αυτή στάση ήταν σκόπιμη, ελαττώνοντας συνειδητά τις ανάγκες του στο μηδέν, χωρίς να ζητάει ποτέ τίποτα, και χωρίς να περιμένει ποτέ τίποτα. Έτσι, δεν επρόκειτο για μία διαδικασία προσαρμογής στην ιδρυματοποίηση (μετά από 23 χρόνια), σε μία κατάσταση δηλαδή, στην οποία δεν είχε δικαιώματα. Αντ’ αυτού, επρόκειτο για μία συνειδητή απόφαση να μην ζητάει ποτέ τίποτα, σα να λέει δηλαδή κατ’ αυτόν τον τρόπο στο Ίδρυμα και στους υπευθύνους:   

«Εσείς έχετε τη δύναμη, αλλά εγώ δεν θα σας ζητήσω ποτέ τίποτα, διότι το αν θα μου το δώσετε ή δε θα μου το δώσετε πρόκειται για αυθαίρετη επιλογή. Είναι μέρος της επιθυμίας σας να μου δείξετε ποιος είναι το αφεντικό.»

7

Περιστασιακά, είχε εκρήξεις θυμού. Και, όσο ξαφνικά άρχιζαν, τόσο γρήγορα τελείωναν. Αναπόφευκτα: επρόκειτο για την ισχυρή του επιθυμία να κάνει αισθητή την παρουσία του. Ύψωνε τον τόνο της φωνής του, κάτι που αισθάνομαι ότι ήταν αποδεικτό από τους γύρω του, ως μέρος του μεσογειακού ταπεραμέντου, όπου τα συναισθήματα εκφράζονται συχνά δημοσίως, με τρόπο σχεδόν θεατρικό.

 Και μετά γυρνούσε –μόνος- στη γειτονιά.

Σύντομοι περίπατοι, εκδρομές από τις οποίες δεν επέστρεφε ποτέ με άδεια χέρια: ένα πακέτο ξηροί καρποί, λίγα φρούτα ή ένα κουτί σπίρτα. Αυτό, ήταν αποτέλεσμα της απίστευτης ικανότητάς του να γνωρίζει ανθρώπους. Οι έξοδοι από τον θάλαμο Β1 γίνονταν σιγά-σιγά όλο και πιο συχνές, ένα κομμάτι πλέον της καθημερινότητας και του συστήματος του νοσοκομείου. Και οι έξοδοι, ήταν πάντα θέμα στις συζητήσεις. Η αντίσταση ήταν πάντοτε ισχυρή, δεδομένου ότι ολόκληρη η οικονομία του νησιού είχε στηθεί έτσι ώστε να χρησιμοποιείται το ψυχιατρείο ως πηγή χρημάτων και προνομίων. Για μένα, η αντίσταση αυτή, εκ μέρους του προσωπικού του νοσοκομείου, δεν φαινόταν εντελώς αδικαιολόγητη. Ήταν σα να λένε το εξής:

«Δε μας λες δα και τίποτα τρομερό. Εξάλλου, το μόνο πράγμα που μπορεί να αλλάξει στο νοσοκομείο, είναι ο υπεύθυνος. Και αυτό, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα.»

Με άλλα λόγια, το «παιχνίδι» γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον.

Στη συνέχεια, εμφανίστηκαν οι «εθελοντές» για το ταξίδι του Βασίλη. Η Λιάνα, η ψυχολόγος που είχε αναλάβει την οργάνωση του διαμερίσματος όπου θα διέμεναν ο Βασίλης και οι άλλοι, και ο Γιάννης, ο νοσοκόμος που επρόκειτο να εργαστεί στο διαμέρισμα αυτό.

Χορηγήθηκε η άδεια, ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες, συγκεντρώθηκαν τα απαραίτητα χρήματα και τα έγγραφα, κανονίστηκαν τα εισιτήρια και η διαμονή. Την τελευταία στιγμή ο ίδιος ο Βασίλης, αμφισβήτησε το όλο εγχείρημα, λέγοντας:

«Εγώ, αν πάω πίσω στο χωριό, δεν ξανάρχομαι στη Λέρο!»

Η διαφωνία με το Βασίλη ήταν έντονη –όπως μπορεί να φανταστεί κανείς- άλλες φορές οι κουβέντες ήταν απότομες, και άλλες φορές συγκαταβατικές. Στο τέλος, ο Βασίλης πείστηκε, αφότου μίλησε με το Γιάννη, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι το να μην γυρίσει πίσω στη Λέρο, δεν ήταν μία από τις επιλογές. 

Η συζήτηση, ή μάλλον οι συζητήσεις, πραγματοποιήθηκαν –για πρώτη φορά στην ιστορία της πτέρυγας- στο δωμάτιο των νοσοκόμων. Ο Βασίλης καθόταν σε μία από τις καρέκλες που προορίζονταν κανονικά για το νοσηλευτικό προσωπικό, και όλοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα μέσα από τη τζαμαρία της πόρτας.

 Σε ευχαριστούμε Βασίλη· που βοήθησες στο να ξεπεραστεί ένα ακόμα μικρό ταμπού.

Αθήνα, Σάββατο 2 Μαρτίου (23 χρόνια αργότερα για το Βασίλη)

Αποβιβαστήκαμε από το πλοίο που μας έφερε από τη Λέρο στον Πειραιά, στις 8 το πρωί. Ο Βασίλης, η Λιάνα, ο Γιάννης με τη γυναίκα του –κι εγώ.

Είχαμε κλείσει δύο δωμάτια στο ξενοδοχείο «EI Greco», δυο βήματα από την Ομόνοια. Όταν φτάσαμε στην περιοχή, πέσαμε πάνω στη μεγάλη αγορά, η οποία γέμιζε σιγά-σιγά με ζωή, ιδιαίτερα επί της Οδού Αθηνάς, όπου βρισκόταν και το ξενοδοχείο μας.

Μαύροι, που μιλούσαν ελληνικά σα ντόπιοι, πουλούσαν φουλάρια γνωστών οίκων μόδας και εξοπλισμό hi-fi. Ρώσοι από την πρώην Σοβιετική Ένωση πουλούσαν μία φωτογραφική μηχανή Zeiss, ένα γαλλικό κλειδί, ένα κομμάτι πανί με ζωγραφισμένο το πρόσωπο του Λένιν. Γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα, και παιδιά, πουλούσαν τσιγάρα, ρολόγια, γυαλιά ηλίου, δερμάτινα μπουφάν…

Καθώς περνούσαμε μέσα από όλο αυτό το σκηνικό, κοιτούσαμε τους ανθρώπους και μας κοιτούσαν κι αυτοί. Παρακολουθούσαμε το Βασίλη, ο οποίος προχωρούσε σα να μην είχε φύγει ποτέ από εκεί. Κοιτάει από δω κι από κει, και για λίγα δευτερόλεπτα σταματάει μπροστά στη βιτρίνα ενός μαγαζιού, και ακουμπάει για λίγο με το χέρι του έναν περαστικό. Ήταν ένας άντρας, με μία ηλικιωμένη γυναίκα μαζί  του, ένα αγόρι και μία άλλη γυναίκα. Αρκετοί από αυτούς τον παρατηρούν και γυρνούν αμέσως να δουν τι θέλει. Αλλά, το άγγιγμά του ήταν τόσο απαλό, τόσο μη παρεμβατικό… που κανείς τους δεν παραπονέθηκε. Επαφή. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ το Βασίλη να κάνει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. Και δεν τον είδα ποτέ να ξανακάνει κάτι τέτοιο στο μέλλον.

8

Σιγά-σιγά, μας κατάπιε το πλήθος και η κίνηση. Η Λιάνα είναι από την Αθήνα, και είναι συνηθισμένη σε αυτό το περιβάλλον, ενώ για τον Γιάννη και τη σύζυγό του αυτή είναι η πρώτη τους επίσκεψη στην πρωτεύουσα, μακριά από τη ζωή τους στη Λέρο. Περπατάμε μία, δύο φορές γύρω από την κεντρική πλατεία. Περιδιαβαίνουμε σχεδόν άσκοπα, με τα χέρια μας πίσω από την πλάτη. Ο Βασίλης κοιτάει, σταματάει, και παρατηρεί με προσήλωση. Η ζωή συνεχίζεται γύρω μας σε ξέφρενους ρυθμούς, αλλά για μας, είναι σα να μας έχει αφήσει πίσω ο χρόνος. Το μόνο που έχει σημασία είναι ο Βασίλης και η επαναφορά του σε έναν κόσμο, όπου τόσα έχουν αλλάξει. Ενώ όλα είναι διαφορετικά, παράλληλα, πολλά πράγματα είναι ίδια, όσον αφορά τα καθημερινά δρώμενα, τους ήχους, την ανάμειξη των διαφορετικών εθνικοτήτων, την ιστορία και τα βλέμματα. Ο Βασίλης φαίνεται απόλυτα άνετος, ατάραχος σε σχέση με το περιβάλλον του. Ούτε μία χειρονομία, ούτε μία λέξη του δεν προδίδει κάποια αίσθηση δυσφορίας, φόβου ή αποστασιοποίησης.

Ξαφνικά, κάποιος από μας προτείνει, σχεδόν ως απάντηση στη συλλογική, σιωπηλή αγωνία μας, τι να κάνουμε στη συνέχεια:

«Βασίλη, τι λες να βρούμε ένα μπαρμπέρικο να σου κάνουν ένα ξύρισμα;»

«Ο αδερφός μου είναι μπαρμπέρης εδώ στην Αθήνα»

«;;;… Θυμάσαι που;» «Φυσικά!»

«Και πως πάμε εκεί;… Θυμάσαι το δρόμο;» «Ναι, φυσικά, Πάμε, θα σας δείξω.»

Νιώθουμε έκπληξη. Τεράστια έκπληξη. Ξεκινάμε να περπατάμε, ακολουθώντας όλοι μας το Βασίλη.

Ενθουσιασμένοι, σε αναμμένα κάρβουνα, διασχίζουμε την Αθήνα. Ο Βασίλης μας καθοδηγεί, με τρόπο πολύ αποφασιστικό. Μας λέει ότι έχει μία πλατεία ακριβώς δίπλα στο κουρείο του αδελφού του. Η Λιάνα αναγνωρίζει το δρόμο, αλλά αφήνει το Βασίλη να μας οδηγήσει. Ο Βασίλης πάει μπροστά, και οι τέσσερις μας ακολουθούμε από πίσω.

Στη συνέχεια, χάνουμε το δρόμο μας. Η Λιάνα σταματάει για να ζητήσει οδηγίες, την χάνουμε… αλλά βρίσκουμε την πλατεία. Στη συνέχεια, επαναλαμβάνουμε αντίστροφα τη διαδρομή μας και βρίσκουμε πάλι τη Λιάνα, και αναλαμβάνει πάλι ο Βασίλης να μας καθοδηγήσει. Ο Γιάννης είναι απίστευτα χαμογελαστός. Ο Βασίλης χώνεται σε ένα στενάκι και σταματάει έξω απ’ το μαγαζί ενός σιδερά. Στη συνέχεια, ανεβοκατεβαίνουμε το δρόμο, αλλά κανένα σημάδι απ’ το μπαρμπέρικο. Στο σημείο αυτό, ο Βασίλης και η Λιάνα μπαίνουν στο κατάστημα να ρωτήσουν τον σιδερά. Πράγματι, υπήρχε ένα μπαρμπέρικο εκεί μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά ο ιδιοκτήτης βγήκε στη σύνταξη. «Ξέρετε μήπως που μπορούμε να βρούμε το μπαρμπέρη; Αυτός εδώ είναι ο αδελφός του και δεν έχουν ειδωθεί για πολλά χρόνια. Θα θέλαμε πολύ να τον βρούμε.» «Όχι, δυστυχώς δε γνωρίζω, αλλά δοκιμάστε να ρωτήσετε στο καφενείο εδώ πιο πέρα.» Φτάνουμε στο καφενείο, την ίδια στιγμή που ένα αγόρι με ειδικές ανάγκες το έκλεινε. Όχι, ο πατέρας του δεν ήταν εκεί και όχι, δε γνώριζε τίποτα για κανένα μπαρμπέρη και το καφενείο έτσι κι αλλιώς είχε κλείσει.

Κι έτσι, μένουμε και πάλι ξεκρέμαστοι, στη μέση του δρόμου.

Ξαφνικά, μας φωνάζουν και από τις δύο πλευρές του δρόμου: από τη μία ο σιδεράς και από την άλλη ο πατέρας του αγοριού από το καφενείο. Ο σιδεράς φαίνεται λίγο αγχωμένος, αλλά μας λέει ότι το ξανασκέφτηκε, και μας δίνει το τηλέφωνο του αδερφού του Βασίλη. Ταυτόχρονα, ο καφετζής μας δίνει τη διεύθυνσή του!

Δοκιμάζουμε να του τηλεφωνήσουμε από το πρώτο μαγαζί, αλλά δεν απαντάει. Για να μειωθεί η συναισθηματική φόρτιση, αποφασίζουμε να πάμε για φαγητό και να αποφασίσουμε εκεί τι θα κάνουμε, τρώγοντας στο εστιατόριο.

Τα συναισθήματα; Ο Γιάννης δε μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Πώς είναι δυνατόν να θυμάται τόσο καλά τα πάντα ο Βασίλης μετά από τριάντα χρόνια; Ειδικά σε αυτό το μέρος, που για το Γιάννη μοιάζει σα ζούγκλα χάους και μυστηρίου.

Η Λιάνα τηλεφωνεί ξανά από το εστιατόριο: «Βρήκα τον αδερφό!» Έχουμε ραντεβού να τον συναντήσουμε στο ξενοδοχείο στις 4:30 μμ.

Ένιωσε έκπληξη, ήταν δύσπιστος και μάλλον ένιωσε απειλή. Γι’ αυτό πρότεινε να έρθει αυτός στο ξενοδοχείο, αντί να συναντήσει το Βασίλη στο σπίτι του…

Η επανένωση των δύο αδερφών προγραμματίστηκε σε ένα από τα ωραιότερα δωμάτια, με δύο πολυθρόνες, ένα μικρό τραπέζι και καφέ. Από την ομάδα μας, μόνο η Λιάνα θα ήταν παρούσα.

Ο αδερφός έφτασε ακριβώς στην ώρα του, και σε λιγότερο από δέκα λεπτά, η Λιάνα βγήκε από το δωμάτιο για να μας πει ότι οι τρεις τους θα πάνε τώρα στο σπίτι του αδερφού.

Επέστρεψαν τρεις ώρες αργότερα. Η Λιάνα ήταν εξουθενωμένη, αλλά ο Βασίλης ήταν απόλυτα ατάραχος, φρεσκοξυρισμένος, με νέο κούρεμα. 

Η Λιάνα μας εξιστόρησε το τι συνέβη. Ήταν σα σενάριο από κινηματογραφική ταινία: Από ότι φαίνεται, ο Βασίλης και ο αδερφός του τα είπαν, λες και δεν είχε μεσολαβήσει καθόλου καιρός, ο αδερφός του Βασίλη τον κούρεψε και τον ξύρισε. Αποφάσισαν επίσης ότι τη Δευτέρα, τη μεθεπόμενη μέρα δηλαδή, «ο χαμένος αδερφός» θα επέστρεφε πίσω στη γενέτειρά του, στο χωριό.

Ετοιμαζόμαστε να βγούμε. Εξάλλου, είναι Σαββατόβραδο και είμαστε στην Αθήνα! Ο Βασίλης φοράει το μωβ του σακάκι μέσα από το παντελόνι. Αντί για ζώνη φοράει μία μωβ λωρίδα υφάσματος. Φοράει επίσης και μία ασορτί γραβάτα. Το σακάκι του μοιάζει με μπολερό, έτσι όπως το ‘χει φορέσει. Με αυτή την αμφίεση, θα μπορούσε κανείς να περιγράψει το Βασίλη ως εκκεντρικό ή υπερβολικό, αλλά ήταν σίγουρα κομψός και ήξερε ότι φαινόταν ωραίος. Ο τρόπος ντυσίματός του απέκτησε νέο νόημα, ήταν μία αίσθηση ταυτότητας, μία έκφραση του ποιος ήταν. Κι έτσι, βγήκαμε έξω… λίγα πράματα θα μπορούσαν να σοκάρουν άλλωστε τον κόσμο στην Αθήνα. Περάσαμε το βράδυ σε ένα ουζερί.

Ο καθένας από εμάς απόλαυσε τη βραδιά με τον δικό του τρόπο, εγώ έφαγα και ήπια. Ο Βασίλης, που είχε κουραστεί, πέρασε το βράδυ με την πλάτη του σχεδόν γυρισμένη σε εμάς, να ακούει με προσήλωση τη συνομιλία ενός ζευγαριού στο διπλανό τραπέζι. Τσέκαρε εμφανώς δύο νέες κοπέλες οι οποίες ήταν απορροφημένες στην κουβέντα τους, οι οποίες με τη σειρά τους, ούτε του μίλησαν αλλά ούτε και τον αγνόησαν.

9

Τεργέστη, Μάιος 1998

Ο Βασίλης έχει επιστρέψει στο χωριό του δύο φορές. Έχει επισκεφτεί ξανά κτίρια και ανθρώπους. Εξέπληξε τους πάντες, θυμούμενος ονόματα και γεγονότα που συνέβησαν πριν από τόσα πολλά χρόνια. Ο ίδιος δεν ήταν σε θέση, ή ίσως δεν ήθελε, να έρθει πιο κοντά με τον αδελφό και την αδελφή του, οι οποίοι ζούσαν στο παλιό πατρικό σπίτι στο χωριό. Ή μάλλον, που ζούσαν σε ένα δωμάτιο, το οποίο είχαν χωρίσει στα δύο με ένα απλό χώρισμα. Ο  αδερφός του, ο οποίος είχε μείνει παράλυτος εκ γενετής, ήταν εξαρτημένος από τη βοήθεια των χωρικών, ενώ η αδερφή του, μετά από τριάντα χρόνια, τα οποία πέρασε στην Αθήνα, είτε στους δρόμους  είτε σε τοπικές ψυχιατρικές κλινικές, είχε τελικά διαφύγει στο χωριό, και συνέχιζε να ζει εκεί, περιθωριοποιημένη από την υπόλοιπη κοινωνία.

Δεν κατέστη δυνατό να εξασφαλιστεί η αναγκαία υποστήριξη που χρειαζόταν από μέρους των υπηρεσιών ψυχικής υγείας για να βοηθήσουν στην επανένταξη του Βασίλη στην κοινωνία. Ούτε μπόρεσε να εξασφαλιστεί μία σύνταξη για να μπορέσει να ζήσει μόνος του ο Βασίλης: ο δήμαρχος του χωριού, ένας συνομήλικος του Βασίλη, έχει προσπαθήσει χωρίς επιτυχία.

Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ταξιδιού του στο χωριό, ο Βασίλης:

•   Αγόρασε στο φίλο του τον Ηλία, από την πτέρυγα B1, ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια από την Αθήνα. Ο Ηλίας μοιάζει εκ διαμέτρου αντίθετος από το Βασίλη –τόσο ευάλωτος και εξαρτημένος. Τα παπούτσια ήταν ένα πολύτιμο δώρο –και κυριολεκτικά, αλλά και συμβολικά. Ο Βασίλης που επέστρεψε από το ταξίδι, ο οποίος ήθελε αμέσως να γυρίσει και να πάρει τη θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα «παιδιά», έχει βελτιώσει την ποιότητα της σχέσης μεταξύ όλων των τροφίμων, σε τέτοιο βαθμό που παρόμοιο δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ. Πιστεύω ότι οι σχέση των τροφίμων του ψυχιατρείου έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη σχέση των κρατουμένων σε μία φυλακή. Οι άνθρωποι αυτοί, έχει χρειαστεί να αποδεχτούν τη βία και την αγάπη, και να μάθουν πώς να τις κάνουν να συνυπάρξουν.

•   Διηγήθηκε στους πάντες την ιστορία του ταξιδιού του. Καθισμένοι όλοι στη μεγάλη τραπεζαρία, για μια φορά η κεντρική αυτή σκηνή των συναισθημάτων, βρήκε την έκφρασή της. Κάποιοι αναρωτήθηκαν φωναχτά «κι εγώ;», ενώ άλλοι απλά το σκέφτηκαν. Άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια οι προσωπικές ιστορίες και το παρελθόν του κάθε ατόμου, η κάθε ιστορία με τη δική της δύναμη.  

  • •   Άρχισε να διηγείται και άλλες ιστορίες. Πως, όταν ήταν αγόρι δεκάξι χρονών, πήγαινε φαγητό στους αντάρτες στα βουνά. Μετά, λέει, τον καλέσανε στον τακτικό στρατό και, οδηγώντας ένα τζιπ, πυροδότησε μία βόμβα που είχε τοποθετήσει ένας απ’ τους αντάρτες. Δε μπαίνει σε λεπτομέρειες, και κανείς δεν τον πιέζει να μάθει περισσότερα.

•   Ζήτησε να συναντηθεί και να μιλήσει με τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου και είχε μία συζήτηση μαζί του –μόνος του.

•   Μεταφέρθηκε σε ένα σπίτι στην εξοχή, μαζί με πέντε άλλους τροφίμους. Το γλέντι που διοργανώθηκε όταν μετακόμισαν στο σπίτι, από τους γείτονες –τοπικούς αγρότες- διεξήχθη σε αληθινό ελληνικό πνεύμα.

•  Μετά από μία σκληρή, λεκτική αντιπαράθεση με έναν από τους παλιούς του «φύλακες» από το νοσοκομείο, του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, η οποία τον αναστατώνει ιδιαίτερα. «Δε μπορούμε. Ποτέ δε θα φτάσουμε το στόχο μας» μου είπε. Στα όρια της αντοχής του. Ωστόσο, ο σεβασμός και οι φιλίες που έχει αναπτύξει σε όλο το νησί, ακόμα και παρά το γεγονός ότι δε μπορεί να μειώσει τα φάρμακα, τον βοηθούν να αντέξει την ταραγμένη αυτή περίοδο της ζωής του.

•  Μετακινείται ελεύθερα στο νησί μόνος του, έχοντας τις προσωπικές του στάσεις –σπίτια που είναι πάντα ανοικτά για αυτόν- και κρυψώνες για τα υπάρχοντά του. 

  • •   Επιστρέφει κάθε τόσο για να επισκεφτεί την πτέρυγα Β και η συμπόνια που είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του μας δείχνει πόση δουλειά έχουμε ακόμα να κάνουμε.

Μετά τη δεύτερη επίσκεψή στο χωριό του

 Ο Βασίλης αποφάσισε να μείνει στη Λέρο.

Σε όλους μας, δίνεται μόνο ένα παρελθόν. Ο Βασίλης, και πολλοί άλλοι στη Λέρο, έχουν μόνο το παρελθόν της Λέρου.

Εγώ, έχω επιστρέψει στη Λέρο μία-δύο φορές τα τελευταία χρόνια. Και, γνωρίζω ότι, όπως εγώ, έτσι και άλλα μέλη του προσωπικού έχουν επιστρέψει και θα συνεχίσουν να επιστρέφουν, υπό το ξόρκι του γλυκού και έντονου χαρακτήρα του νησιού –ένα ανεπαίσθητο και συνάμα πολύ έντονο συναίσθημα, σαν τον ανατολικό άνεμο που σαρώνει τα πάντα στο νησί στο πέρασμά του.

Φαντάζομαι –ή μάλλον, γνωρίζω- ότι όπως εγώ, έτσι και πολλοί άλλοι ένιωσαν το βάθος των συναισθημάτων του Βασίλη και πολλών άλλων που είχαμε την τύχη να μας αγγίξουν, και να μας προσφέρουν, έστω και για λίγο, μία σπάνια αντίληψη της ίδιας μας της ανθρωπιάς.

Απρίλιος 2013

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Βρίσκομαι ξανά στη Λέρο. Ωστόσο δεν αισθάνομαι σαν να είμαι «πίσω στη Λέρο», όπως την ήξερα κάποτε. Με το πέρασμα λίγων ημερών, αρχίζω να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στη Λέρο σε οδοιπορικό, και η δύναμη της φύσης του νησιού με βοηθάει να θυμηθώ ανθρώπους, στιγμές και φιλίες.

Στην κορφή ενός μικρού βουνού, κοντά σε ένα μικρό ορθόδοξο εκκλησάκι, θυμάμαι τους δύο γιους μου, που είχαν την ευκαιρία να περάσουν έναν χρόνο εδώ στη Λέρο όταν ήταν 6 και 4 χρονών, παίζοντας και τριγυρνώντας στην άπλα του νησιού. 

Στον Άγιο Ισίδωρο, το εκκλησάκι μέσα στη θάλασσα, θυμάμαι τον πατέρα μου. Εκεί τράβηξα την τελευταία φωτογραφία που έχω από αυτόν.

Και ούτε καθεξής, μέρα με τη μέρα.

Με παλιούς και νέους φίλους.

Μέχρι που μια παλιά φίλη, η Πασχαλιά, μου λέει ότι ο Βασίλης ζει ακόμα! Για τέσσερις εβδομάδες αναμάσησα στο μυαλό μου αυτή την πληροφορία, και αναρωτήθηκα αν πράγματι είναι αλήθεια. Ο Δημήτρης, οι Ηλίες (ο μικρός και ο μεγάλος) απεβίωσαν, μετά από πολλά χρόνια γαλήνιας ζωής. Ο Γιώργος, ο «Φατσέας» και πολλοί άλλοι, ζουν ακόμα. Τους συναντώ στους δρόμους της Λέρου.
Και ο Βασίλης.
Τι να κάνω; Να πάω; Να τον επισκεφτώ; Ρισκάρω το να συναντήσω έναν άνθρωπο δυστυχισμένο; Ρισκάρω την απογοήτευση; Το να αποκαλυφθεί ότι τελικά ο Βασίλης είχε δίκιο όταν έλεγε «δε μπορούμε»;

Τον συνάντησα. Αυτός είναι ο Βασίλης σήμερα:

10

 

Είμαι απίστευτα χαρούμενος για αυτό το δώρο. Τι άλλο;
Α, ναι:
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε σένα Βασίλη, και σε όλους τους ανθρώπους της Λέρου…

2 Comments